- οστρυά
- (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα ωχροπράσινα άνθη του, τα άρρενα και τα θήλεα, δεν είναι εντυπωσιακά· τα πρώτα σχηματίζουν ίουλους, που είναι ενωμένοι ανά 2-3, ενώ τα θήλεα σχηματίζουν κυλινδρικούς στροβιλόμορφους ίουλους και ωριμάζουν μικρούς σφαιρικούς καρπούς, που προστατεύονται από μεγάλα, μεμβρανώδη περιβλητικά βράκτεια· οι καρποί είναι ενωμένοι κατά ωοειδείς, κρεμαστούς κώνους. Το ξύλο της ο. είναι πολύ σκληρό και έχει χρώμα ανοιχτό κοκκινωπό. Η ο. είναι γνωστή και ως μελιόγαυρος.
Η οστρυά, δέντρο μέτριου ύψους, που φυτρώνει και στην ορεινή Ελλάδα.
Η οστρυά, δέντρο μέτριου ύψους, που φυτρώνει και στην ορεινή Ελλάδα.
* * *ηβοτ. βλ. οστρύα.
Dictionary of Greek. 2013.