οστρυά

οστρυά
(οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα ωχροπράσινα άνθη του, τα άρρενα και τα θήλεα, δεν είναι εντυπωσιακά· τα πρώτα σχηματίζουν ίουλους, που είναι ενωμένοι ανά 2-3, ενώ τα θήλεα σχηματίζουν κυλινδρικούς στροβιλόμορφους ίουλους και ωριμάζουν μικρούς σφαιρικούς καρπούς, που προστατεύονται από μεγάλα, μεμβρανώδη περιβλητικά βράκτεια· οι καρποί είναι ενωμένοι κατά ωοειδείς, κρεμαστούς κώνους. Το ξύλο της ο. είναι πολύ σκληρό και έχει χρώμα ανοιχτό κοκκινωπό. Η ο. είναι γνωστή και ως μελιόγαυρος. Η οστρυά, δέντρο μέτριου ύψους, που φυτρώνει και στην ορεινή Ελλάδα. Η οστρυά, δέντρο μέτριου ύψους, που φυτρώνει και στην ορεινή Ελλάδα.
* * *
η
βοτ. βλ. οστρύα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οστρύα — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …   Dictionary of Greek

  • οστρυΐς — ὀστρυΐς, ΐδος, ἡ (Α) βλ. οστρύα …   Dictionary of Greek

  • σικύα — η, ΝΑ, και ιων. τ. σικύη Α 1. νεροκολοκυθιά 2. μικρό γυάλινο ποτήρι, παρόμοιο ως προς το σχήμα του με τον καρπό τού παραπάνω φυτού, που χρησιμοποιείται για επίσπαση, η βεντούζα νεοελλ. 1. ο προκαλούμενος με την βεντούζα ερεθισμός, η επίσπαση 2.… …   Dictionary of Greek

  • τριττύα — και τρικτύα και τρίκτοια και τρίττοια και τρίκτευα και τρικτεύα και τρίττοα και τρίκτειρα, ἡ, Α θυσία τριών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς, κατά τα θηλ. σε α (πρβλ. ὄστρυς: ὀστρύα). Οι τ. τρίττοια / τρίκτοια και τρίττοα είναι πιθανότατα δ …   Dictionary of Greek

  • όστρυς — ὄστρυς, υος, ἡ (Α) βλ. οστρύα …   Dictionary of Greek

  • ost(h)-; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h)-(e)n- —     ost(h) ; ost(h)i, ost(h)r(g), obl. ost(h) (e)n     English meaning: bone     Deutsche Übersetzung: “Knochen”     Material: O.Ind. ásthi n., gen. asth n áḥ “leg, bone”, Av. ast , asti n. “bone”, gen. pl. astąm, instr. pl. azdbīš, asti aojah… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”